ὀξύγονον

ὀξύγονον
ὀξύγονον
Gloss.
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οξύγονον — ὀξύγονον, τὸ (Α) (πιθ) το φυτό μήκων ροιάς …   Dictionary of Greek

  • οξύτονος — η, ο (ΑΜ ὀξύτονος, ον) 1. (για ήχο), οξύς, διαπεραστικός («ὀξυτόνων γόων», Σοφ.) 2. (για λέξη) αυτή που τονίζεται στη λήγουσα με οξεία αρχ. 1. αυτός που άδεται σε οξύ τόνο 2. το ουδ. ως ουσ. τό ὀξύτονον (πιθ. γρφ. αντί οξύγονον) είδος φυτού.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”